τιθηνητήρ: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τῐθηνητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[τιθηνός]] I. | |elrutext='''τῐθηνητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[τιθηνός]] I. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τῐθηνητήρ, ῆρος, ὁ,<br />= [[τιθηνός]], Anth.:—fem. -τειρα, = [[τιθήνη]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = τιθηνός, AP7.241 (Antip. Sid.), APl.4.179 (Arch.):—fem. τῐθην-ήτειρα, = τιθήνη, AP9.19 (Id.), APl.4.296 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1113] ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Archi. 13 (Plan. 179).
Greek (Liddell-Scott)
τῐθηνητήρ: ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Ἀνθολ. Παλ. 7. 241, Πλαν. 179· - θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, Ἀνθολ. Π. 9. 19, Πλαν. 296· - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α
(ποιητ. τ.) τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. τιμη-τήρ, γεννή-τειρα)].
Greek Monotonic
τῐθηνητήρ: -ῆρος, ὁ, = τιθηνός, σε Ανθ.· θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τῐθηνητήρ: ῆρος ὁ Anth. = τιθηνός I.
Middle Liddell
τῐθηνητήρ, ῆρος, ὁ,
= τιθηνός, Anth.:—fem. -τειρα, = τιθήνη, Anth.