ὑπέρμεγας: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπέρμεγας:''' [[μεγάλη]], μεγα Arph. = [[ὑπερμεγέθης]]. | |elrutext='''ὑπέρμεγας:''' [[μεγάλη]], μεγα Arph. = [[ὑπερμεγέθης]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[immensely]] [[great]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:07, 10 January 2019
English (LSJ)
άλη, α,
A immensely great, Ar.Eq.158, Ael.NA6.63, etc.
German (Pape)
[Seite 1198] μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρμεγας: άλη, α, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δὲ ὑπέρμεγας Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 63, κλπ.
Greek Monolingual
ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ μέγας
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης.
Greek Monotonic
ὑπέρμεγας: -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρμεγας: μεγάλη, μεγα Arph. = ὑπερμεγέθης.