Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυχηρός: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρυχηρός -ά -όν [τρῦχος] versleten, gehavend.
|elnltext=τρυχηρός -ά -όν [τρῦχος] versleten, gehavend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῡχηρός, ή, όν [[τρῦχος]]<br />[[ragged]], [[tattered]], Eur.
}}
}}

Revision as of 02:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡχηρός Medium diacritics: τρυχηρός Low diacritics: τρυχηρός Capitals: ΤΡΥΧΗΡΟΣ
Transliteration A: trychērós Transliteration B: trychēros Transliteration C: trychiros Beta Code: truxhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496.    II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].

Greek Monotonic

τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῡχηρός: изношенный, изорванный: τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Eur. изорванные лохмотья на истерзанном теле.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυχηρός -ά -όν [τρῦχος] versleten, gehavend.

Middle Liddell

τρῡχηρός, ή, όν τρῦχος
ragged, tattered, Eur.