φιλάγων: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλάγων:''' ωνος adj. любящий состязания, т. е. украшающий победителей ([[κισσός]] Anth.). | |elrutext='''φιλάγων:''' ωνος adj. любящий состязания, т. е. украшающий победителей ([[κισσός]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλ-ά˘γων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[loving]] the games, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ,
A loving contests, κισσός AP7.708 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1274] ωνος, den Wettkampf, Wettstreit liebend, bei Wettkämpfen gebräuchlich, κισσός Diosc. 30 (VII, 708).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἀγῶνας, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 708, πρβλ. Ἀθήν. 241F.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui aime les combats, la lutte.
Étymologie: φίλος, ἀγών.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τους αγώνες
2. αυτός που χρησιμοποιείται ως βραβείο σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀγών, -ῶνος].
Greek Monotonic
φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους αγώνες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλάγων: ωνος adj. любящий состязания, т. е. украшающий победителей (κισσός Anth.).
Middle Liddell
φῐλ-ά˘γων, ωνος, ὁ, ἡ,
loving the games, Anth.