χειροτέχνημα: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χειροτέχνημα:''' ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.
|elrutext='''χειροτέχνημα:''' ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειροτέχνημα]], ατος, τό,<br />a [[work]] of art, Babr. [from [[χειροτέχνης]]
}}
}}

Revision as of 02:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνημα Medium diacritics: χειροτέχνημα Low diacritics: χειροτέχνημα Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: cheirotéchnēma Transliteration B: cheirotechnēma Transliteration C: cheirotechnima Beta Code: xeirote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.

German (Pape)

[Seite 1346] τό, die Arbeit eines Handwerkers, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage fait à la main.
Étymologie: χειροτέχνης.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χειροτεχνῶ
έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέριέκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).

Greek Monotonic

χειροτέχνημα: -ατος, τό, έργο τέχνης, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

χειροτέχνημα: ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.

Middle Liddell

χειροτέχνημα, ατος, τό,
a work of art, Babr. [from χειροτέχνης