ψεφαυγής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψεφαυγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[αὐγή]]), αυτός που έχει σκοτεινή [[λάμψη]], δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.
|lsmtext='''ψεφαυγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[αὐγή]]), αυτός που έχει σκοτεινή [[λάμψη]], δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψεφ-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />[[dark]]-[[gleaming]], i.e. [[glimmering]], [[gloomy]], Eur.
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1396] ές, von dunkelm Glanze, d. i. glanzlos, dämmerig, finster, Hesych. erkl. es durch καπνός.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφαυγής: -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, ζοφώδης μετὰ λάμψεως, ὡς τὰ κελαινοφαής, μελαμφαὴς, νυκτιλαμπής, Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.

Greek Monolingual

-ές, Α
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].

Greek Monotonic

ψεφαυγής: -ές, γεν. -έος (αὐγή), αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ψεφ-αυγής, ές αὐγή
dark-gleaming, i.e. glimmering, gloomy, Eur.