καυτήριον: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(2b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καυτήριον:''' τό Luc. = [[καυτήρ]] 2. | |elrutext='''καυτήριον:''' τό Luc. = [[καυτήρ]] 2. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καυτήριον]], ου, τό, [[καίω]]<br />a branding [[iron]], Luc., NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A branding iron, E.Fr.815 (cj.), LXX 4 Ma.15.22, Luc.Pisc.52 (vulg. καυστ-), Apol.2, Hippiatr.26: metaph., ὥσπερ καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν D.S.20.54. II burnt mark, brand, Str.5.1.9, BGU469.7 (ii A.D.). III instrument used in encaustic painting, Dig.33.7.17. IV (in form καυστ-) kiln, PLond.2.391.8 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1408] τό, Brenneisen, Eisen zum Brennen, Brandmarken; Luc. Apol. 2 Pisc. 52 u. a. Sp.; übtr., ταῖς ψυχαῖς τῶν ἔνδον ὥςπερ καυτήριά τινα προσῆγεν D. Sic. 20, 54. Bei Strab. V, 215 das eingebrannte Zeichen.
Greek (Liddell-Scott)
καυτήριον: τό, σίδηρος καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - ὡσαύτως καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον σημεῖον, τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fer rouge ou brûlant pour cautériser.
Étymologie: καίω.
Greek Monotonic
καυτήριον: τό (καίω), σίδερο που καυτηριάζει, σε Λουκ., Κ.Δ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυτήριον -ου, τό [καυτήρ] brandijzer.
Russian (Dvoretsky)
καυτήριον: τό Luc. = καυτήρ 2.