κληρονόμημα: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis. | |elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κληρονόμημα]], ατος, τό, [from [[κληρονομέω]]<br />an [[inheritance]], Luc. [from [[κληρονομέω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:58, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A inheritance, Luc.Tyr.6.
German (Pape)
[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.
Greek Monolingual
το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.
Greek Monotonic
κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
Middle Liddell
κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω