κρούνισμα: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρούνισμα:''' -ατος, τό, [[ανάβλυση]], [[εκροή]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κρούνισμα:''' -ατος, τό, [[ανάβλυση]], [[εκροή]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κρούνισμα]], ατος, τό, [from [[κρουνίζω]]<br />a [[gush]] or [[stream]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A gush, stream, APl. 1.12.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).
Greek (Liddell-Scott)
κρούνισμα: τό, τὸ ἀπὸ κρουνοῦ ἐκρέον ὕδωρ, ῥεῦμα, Ἀνθ. Πλαν. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau jaillissante.
Étymologie: κρουνίζω.
Greek Monolingual
κρούνισμα, τὸ (Α) κρουνίζω
το νερό που τρέχει από την κρήνη.
Greek Monotonic
κρούνισμα: -ατος, τό, ανάβλυση, εκροή, σε Ανθ.