μαχιμώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰχῐμώδης:''' (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.). | |elrutext='''μᾰχῐμώδης:''' (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μᾰχῐμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[warlike]], [[quarrelsome]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A quarrelsome, AP12.200 (Strat.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχῐμώδης: -ες, (εἶδος) πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐριστικός, Ἀνθ. Π. 12. 200.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de combat, belliqueux.
Étymologie: μάχιμος, -ωδης.
Greek Monolingual
μαχιμώδης, -ῶδες (Α) μάχιμος
πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.).
Greek Monotonic
μᾰχῐμώδης: -ες (εἶδος), φιλοπόλεμος, ευέξαπτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχῐμώδης: (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.).
Middle Liddell
μᾰχῐμ-ώδης, ες εἶδος
warlike, quarrelsome, Anth.