λοχαγέω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(3) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λοχᾱγέω:''' ион. [[λοχηγέω]] (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. [[λόχος]]), быть лохагом Xen. | |elrutext='''λοχᾱγέω:''' ион. [[λοχηγέω]] (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. [[λόχος]]), быть лохагом Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λοχᾱγέω,<br />to [[lead]] a [[λόχος]] or [[company]] ([[commonly]] of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. [doric and [[attic]] for [[λοχηγέω]],] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
Dor. (borrowed by Att.) for λοχηγέω,
A lead a λόχος or company (commonly of 100 men), X.An. 6.1.30, Mem.3.1.5, Is.9.14: c. gen., λόχου λοχηγέων Hdt.9.53, cf. 21. II consist of λοχαγοί, -γοῦν ζυγόν Ascl.Tact. 10.13, 11.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοχᾱγέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε λοχαγός), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ λόχον (συνήθως σῶμα ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· μετὰ γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.
Greek Monotonic
λοχᾱγέω: Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγέω, ηγούμαι λόχου, διοικώ λόχον (συνήθως σώμα από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., λόχου λοχηγεῖν, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λοχᾱγέω: ион. λοχηγέω (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. λόχος), быть лохагом Xen.
Middle Liddell
λοχᾱγέω,
to lead a λόχος or company (commonly of 100 men), Xen.; c. gen., λόχου λοχηγεῖν Hdt. [doric and attic for λοχηγέω,]