νεωκορία: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεωκορία:''' ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.
|elrutext='''νεωκορία:''' ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεωκορία]], ἡ, [from [[νεωκόρος]]<br />the [[office]] of a [[νεωκόρος]], Anth.
}}
}}

Revision as of 04:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωκορία Medium diacritics: νεωκορία Low diacritics: νεωκορία Capitals: ΝΕΩΚΟΡΙΑ
Transliteration A: neōkoría Transliteration B: neōkoria Transliteration C: neokoria Beta Code: newkori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).

Greek (Liddell-Scott)

νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.

Greek Monolingual

η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.

Greek Monotonic

νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεωκορία: ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.

Middle Liddell

νεωκορία, ἡ, [from νεωκόρος
the office of a νεωκόρος, Anth.