ὀαρισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀᾰρισμός:''' ὁ беседа, речь Hes. | |elrutext='''ὀᾰρισμός:''' ὁ беседа, речь Hes. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀᾰρισμός, οῦ, ὁ, = [[ὄαρος]], Hes.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,=foreg., in pl., Hes.Op.789 ;
A εὐναῖοι ὀ. Call. Fr.118: in sg., Q.S.7.316.
German (Pape)
[Seite 288] ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.
Greek (Liddell-Scott)
ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, φιλικὴ συνομιλία, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.
Greek Monolingual
ὀαρισμός, ὁ (Α) οαρίζω
οάρισμα («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, = ὄαρος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀᾰρισμός: ὁ беседа, речь Hes.
Middle Liddell
ὀᾰρισμός, οῦ, ὁ, = ὄαρος, Hes.]