ὀλιγόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγόσῑτος:''' -ον, αυτός που τρώει λίγο, [[λιγόφαγος]].
|lsmtext='''ὀλῐγόσῑτος:''' -ον, αυτός που τρώει λίγο, [[λιγόφαγος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλῐγό-σῑτος, ον,<br />[[eating]] [[little]].
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόσῑτος Medium diacritics: ὀλιγόσιτος Low diacritics: ολιγόσιτος Capitals: ΟΛΙΓΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: oligósitos Transliteration B: oligositos Transliteration C: oligositos Beta Code: o)ligo/sitos

English (LSJ)

ον,

   A eating little or moderately, Pherecr.1, Phryn.Com.23.

German (Pape)

[Seite 322] wenig essend, Pherecrat. bei Ath. VI, 248 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὀλίγον ἢ μετρίως, Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 1, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 5. - ὀλῐγοσῑτέω, τρώγω ὀλίγον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 769 - ὀλῐγοσῑτία, ἡ, τὸ ἐσθίειν ὀλίγον, ἐγκράτεια περὶ τὴν τροφήν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 10, 9, Προβλ. 1. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange peu, sobre, frugal.
Étymologie: ὀλίγος, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόσιτος, -ον)
αυτός που αρκείται σε λίγο φαγητό, λιγόφαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σίτος (< σῖτος), πρβλ. ομό-σιτος].

Greek Monotonic

ὀλῐγόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει λίγο, λιγόφαγος.

Middle Liddell

ὀλῐγό-σῑτος, ον,
eating little.