ὁμόσκευος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁμόσκευος:''' одинаково вооруженный или одинаково одетый Thuc., Luc. | |elrutext='''ὁμόσκευος:''' одинаково вооруженный или одинаково одетый Thuc., Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμό-σκευος, ον, [σκευη]<br />equipped in the [[same]] way, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A equipped in the same way, Th.2.96,3.95 ; f.l. for ὁμόσκηνος, X.Cyr. (2.1.25)ap.D.H.Rh.8.11.
German (Pape)
[Seite 340] gleich gerüstet, gekleidet; Thuc. 2, 96. 3, 95; Luc. Tox. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόσκευος: -ον, ὁ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὡπλισμένος, ἔχων τὸν αὐτὸν ὁπλισμόν, Θουκ. 2. 96., 3. 95.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
équipé ou vêtu de la même manière.
Étymologie: ὁμός, σκευή.
Greek Monolingual
ὁμόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πολεμική σκευή με κάποιον άλλο, ο εξοπλισμένος κατά τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία, εξάρτυση»), πρβλ. ομοιό-σκευος].
Greek Monotonic
ὁμόσκευος: -ον (σκευή), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόσκευος: одинаково вооруженный или одинаково одетый Thuc., Luc.
Middle Liddell
ὁμό-σκευος, ον, [σκευη]
equipped in the same way, Thuc.