ὀρνιθικός: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρνῑθικός:''' птичий ([[τροφή]] Luc.).
|elrutext='''ὀρνῑθικός:''' птичий ([[τροφή]] Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρνῑθικός, ή, όν<br />of or for birds, Luc.
}}
}}

Revision as of 04:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθικός Medium diacritics: ὀρνιθικός Low diacritics: ορνιθικός Capitals: ΟΡΝΙΘΙΚΟΣ
Transliteration A: ornithikós Transliteration B: ornithikos Transliteration C: ornithikos Beta Code: o)rniqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for birds, τροφή Luc.Gall.5.

German (Pape)

[Seite 383] den Vögeln eigen (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.

Greek Monolingual

ὀρνιθικός, -ή, -όν (Α) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά.

Greek Monotonic

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθικός: птичий (τροφή Luc.).

Middle Liddell

ὀρνῑθικός, ή, όν
of or for birds, Luc.