πάμπρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πάμπρεπτος:''' великолепный (ἕδραι Aesch.). | |elrutext='''πάμπρεπτος:''' великолепный (ἕδραι Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πάμπρεπτος]], ον, [[πρέπω]]<br />all-[[conspicuous]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A all-conspicuous, ἕδραι A.Ag.117(lyr.).
German (Pape)
[Seite 454] sehr ausgezeichnet, ἕδρα, Aesch. Ag. 117.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπρεπτος: -ον, περίβλεπτος, λαμπρότατος, ἕδραι Αἰσχύλου Ἀγ. 117· πρβλ. εὔπρεπτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
visible pour tous, bien en vue.
Étymologie: πᾶν, πρέπω.
Greek Monolingual
πάμπρεπτος, -ον (Α)
ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος].
Greek Monotonic
πάμπρεπτος: -ον (πρέπω), περίλαμπρος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμπρεπτος -ον [πᾶς, πρέπω] zeer opvallend.
Russian (Dvoretsky)
πάμπρεπτος: великолепный (ἕδραι Aesch.).
Middle Liddell
πάμπρεπτος, ον, πρέπω
all-conspicuous, Aesch.