παντουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig.
|elnltext=παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παντ-ουργός, όν = [[πανοῦργος]], Soph.]
}}
}}

Revision as of 05:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντουργός Medium diacritics: παντουργός Low diacritics: παντουργός Capitals: ΠΑΝΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: pantourgós Transliteration B: pantourgos Transliteration C: pantourgos Beta Code: pantourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας S.Aj.445, cf. Eust.524.37.    II creating all, Dam.Pr.57, cf. Eust.29.31.

German (Pape)

[Seite 465] = πανοῦργος, Soph. Ai. 440 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντουργός: -όν, = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων κατασκευαστής, Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 fourbe, méchant.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
1. αυτός που είναι ικανός να επιτελέσει κάθε έργο, πανούργος
2. αυτός που δημιουργεί τα πάντα
3. το αρσ. ως ουσ. παντουργός
ο δημιουργός, ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ουργός (< έργο)].

Greek Monotonic

παντουργός: -ον, = παν-οῦργος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

παντουργός: Soph. = πανοῦργος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig.

Middle Liddell

παντ-ουργός, όν = πανοῦργος, Soph.]