πολύδικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύδῐκος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, [[φιλόδικος]], σε Στράβ.
|lsmtext='''πολύδῐκος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, [[φιλόδικος]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-δῐκος, ον,<br />having [[many]] lawsuits, [[litigious]], Strab.
}}
}}

Revision as of 05:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδῐκος Medium diacritics: πολύδικος Low diacritics: πολύδικος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: polýdikos Transliteration B: polydikos Transliteration C: polydikos Beta Code: polu/dikos

English (LSJ)

ον,

   A litigious, Str.15.1.53, Vett.Val.15.17.

German (Pape)

[Seite 662] von oder mit vielen Rechtshändeln, streitsüchtig, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδῐκος: -ον, ὁ φιλῶν τὰς δίκας, Στράβ. 709.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est toujours en procès, processif.
Étymologie: πολύς, δίκη.

Greek Monolingual

-ον, Α
φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισό-δικος, φιλό-δικος].

Greek Monotonic

πολύδῐκος: -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, φιλόδικος, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολύ-δῐκος, ον,
having many lawsuits, litigious, Strab.