πολύεδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύεδρος -ον [πολύς, ἕδρα] met veel zitplaatsen.
|elnltext=πολύεδρος -ον [πολύς, ἕδρα] met veel zitplaatsen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />polyhedral, Plut.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύεδρος Medium diacritics: πολύεδρος Low diacritics: πολύεδρος Capitals: ΠΟΛΥΕΔΡΟΣ
Transliteration A: polýedros Transliteration B: polyedros Transliteration C: polyedros Beta Code: polu/edros

English (LSJ)

ον,

   A with many seats, Plu. Per.13.

German (Pape)

[Seite 662] vielfitzig, Plut. Pericl. 13; vieleckig, Sp., besonders Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

πολύεδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἕδρας, τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον Πλουτ. Περικλ. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs sièges ou degrés.
Étymologie: πολύς, ἕδρα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύεδρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο
α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρες
θ) βιολ. μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό σωμάτιο το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από πολυέδρωση
2. φρ. α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, του οποίου οι έδρες είναι ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του είναι ίσες
β) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που κάθε έδρα του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό προς το ίδιο μέρος της
γ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο του οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. εύ-εδρος, πρό-εδρος].

Greek Monotonic

πολύεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που έχει πολλές έδρες, πολυεδρικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πολύεδρος: имеющий много сидений (τὸ Ὠδεῖον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύεδρος -ον [πολύς, ἕδρα] met veel zitplaatsen.

Middle Liddell

πολύ-εδρος, ον, ἕδρα
polyhedral, Plut.