γαυλικός: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=of or for a [[merchant]] [[vessel]], Xen. | |mdlsjtxt=of or for a [[merchant]] [[vessel]], Xen. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γαυλικός]] -ή -όν [[γαῦλος]] van een vrachtschip :. γαυλικὰ χρήματα scheepslading Xen. An. 5.8.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a γαῦλος 11, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).
German (Pape)
[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν de un navío de carga χρήματα X.An.5.8.1.
Greek Monolingual
γαυλικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο.
Greek Monotonic
γαυλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό πλοίο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γαυλικός: v. l. γαυλιτικός 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.).
Middle Liddell
of or for a merchant vessel, Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαυλικός -ή -όν γαῦλος van een vrachtschip :. γαυλικὰ χρήματα scheepslading Xen. An. 5.8.1.