φιλοσόφημα: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(4b) |
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλοσόφημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> предмет исследования Arst., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> философема, философское доказательство: [[ἔστι]] φ. συλλογισμὸς [[ἀποδεικτικός]] Arst. философема есть доказывающий силлогизм;<br /><b class="num">3)</b> выдумка, изобретение (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия). | |elrutext='''φιλοσόφημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> предмет исследования Arst., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> философема, философское доказательство: [[ἔστι]] φ. συλλογισμὸς [[ἀποδεικτικός]] Arst. философема есть доказывающий силлогизм;<br /><b class="num">3)</b> выдумка, изобретение (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия). | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A a subject of scientific inquiry or a philosophic treatise, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Arist.Cael.279a30; of the poems of Homer as allegorized, Plb.34.4.4. 2 in Logic, demonstration, ἔστι φ. συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arist.Top. 162a15. 3 philosophic principle, rule of conduct, Plu.2.1125b, Gal. Anim.Pass.1.3. 4 shrewd device or invention, Plu.2.269b.
German (Pape)
[Seite 1286] τό, das Ergebniß gelehrter, wissenschaftlicher Untersuchung, auch Betrachtung, Forschung, ὥςτε περὶ τούτου ἀπορεῖν εἰκότως ἐγένετο φιλοσόφημα πᾶσι Arist. de coel. 2; Pol. 34, 4,4; übh. Bemühung, Bestrebung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσόφημα: τό, ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης ἢ μελέτης, φιλοσοφικὴ πραγματεία, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 12, πρβλ. Πολύβ. 34. 4, 4. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἀπόδειξις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· πρβλ. ἐπιχείρημα. 3) ἐπίνοια, ἐφεύρεσις, Πλούτ. 2. 269Α, 1125Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
études, recherche, invention, méditation.
Étymologie: φιλοσοφέω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φιλοσοφῶ
φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική πραγματεία
νεοελλ.
φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφική σκέψη, φιλοσοφική αρχή, φιλοσοφικό δόγμα
αρχ.
1. το υποκείμενο επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας
2. (λογ.) απόδειξη
3. εφεύρεση.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσόφημα: ατος τό
1) предмет исследования Arst., Polyb.;
2) философема, философское доказательство: ἔστι φ. συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arst. философема есть доказывающий силлогизм;
3) выдумка, изобретение (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия).