κέρβερος: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κέρβερος]])<br /><b>ως κύριο όν.</b | |mltxt=ο (Α [[κέρβερος]])<br /><b>ως κύριο όν.</b> ο [[Κέρβερος]]<br />μυθικό [[τέρας]] που είχε [[σώμα]] σκύλου, ένα ή περισσότερα κεφάλια και, [[αντί]] για [[ουρά]], [[φίδι]], [[τρομερός]] [[φύλακας]] τών [[πυλών]] του Άδη, ενώ αργότερα λεγόταν ότι είχε [[τρία]] σώματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]] και [[άγρυπνος]] [[επιτηρητής]] ή [[φύλακας]] («στάθηκε σαν [[κέρβερος]] από [[πάνω]] μου και δεν μπορούσα να κουβεντιάσω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] και άλλων σκύλων («[[ἔνδοξος]] δὲ καὶ ὁ Ἠπειρωτικὸς [[Κέρβερος]] καὶ ὁ Ἀλεξάνδρου», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολη η [[σύνδεση]] του με τα αρχ. ινδ. <i>karbara</i>-, <i>śarvara</i>, <i>śabala</i>- «[[στικτός]], [[παρδαλός]]», [[μολονότι]] κι αυτά αναφέρονται σε ανάλογες περιπτώσεις σκύλων της ινδικής μυθολογίας. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, την οποία [[ενδεχομένως]] δανείστηκε και η Αρχαία Ινδική]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=!κέρβερος, ὁ,<br />[[Cerberus]], the [[fifty]]-headed dog of [[Hades]], [[which]] [[guarded]] the [[gate]] of the [[nether]] [[world]], Hes.; [[later]], with [[three]] heads or bodies, Eur. | |mdlsjtxt=!κέρβερος, ὁ,<br />[[Cerberus]], the [[fifty]]-headed dog of [[Hades]], [[which]] [[guarded]] the [[gate]] of the [[nether]] [[world]], Hes.; [[later]], with [[three]] heads or bodies, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
ο (Α κέρβερος)
ως κύριο όν. ο Κέρβερος
μυθικό τέρας που είχε σώμα σκύλου, ένα ή περισσότερα κεφάλια και, αντί για ουρά, φίδι, τρομερός φύλακας τών πυλών του Άδη, ενώ αργότερα λεγόταν ότι είχε τρία σώματα
νεοελλ.
μτφ. αυστηρός και άγρυπνος επιτηρητής ή φύλακας («στάθηκε σαν κέρβερος από πάνω μου και δεν μπορούσα να κουβεντιάσω»)
αρχ.
1. ονομασία και άλλων σκύλων («ἔνδοξος δὲ καὶ ὁ Ἠπειρωτικὸς Κέρβερος καὶ ὁ Ἀλεξάνδρου», Πολυδ.)
2. ονομασία πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολη η σύνδεση του με τα αρχ. ινδ. karbara-, śarvara, śabala- «στικτός, παρδαλός», μολονότι κι αυτά αναφέρονται σε ανάλογες περιπτώσεις σκύλων της ινδικής μυθολογίας. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, την οποία ενδεχομένως δανείστηκε και η Αρχαία Ινδική].
Middle Liddell
!κέρβερος, ὁ,
Cerberus, the fifty-headed dog of Hades, which guarded the gate of the nether world, Hes.; later, with three heads or bodies, Eur.