εσωτερικός: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(14) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐσωτερικός]], -ή, -όν) [[εσώτερος]]<br />αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει [[μέσα]] σε [[κάτι]] (α. «ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]]» β. «εσωτερική [[διακόσμηση]] του σπιτιού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εσωτερικό</i><br />α) το [[μέσα]] [[μέρος]] ή η [[μέσα]] όψη ενός πράγματος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εξωτερικό [[μέρος]] ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»<br />ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)<br />β) η [[χώρα]] στην οποία παραμένει [[κάποιος]] ως [[πολίτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις άλλες χώρες, δηλ. [[προς]] το εξωτερικό, η ημεδαπή, η [[χώρα]] μας, η [[πατρίδα]] μας («το μεγαλύτερο [[μέρος]] της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[εσωτερικός]], <i>η εσωτερική</i><br />[[μαθητής]] ή [[μαθήτρια]] που τρέφεται και διαμένει στο [[οικοτροφείο]] ενός σχολείου, [[οικότροφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για [[φάρμακο]]) «εσωτερική [[χρήση]]» — [[φράση]] που αναγράφεται στην [[ετικέτα]] φιαλιδίου το οποίο περιέχει [[φάρμακο]] που λαμβάνεται εσωτερικά, με [[πόση]]<br />β) «εσωτερική [[παθολογία]]» — η [[παθολογία]] που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος<br />γ) «[[υπουργείο]] Εσωτερικών (ενν. <i>υποθέσεων</i>)» — το [[υπουργείο]] το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη [[διοίκηση]] και όχι τα [[ξένα]] κράτη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσωτερικά</i><br />οι διδασκαλίες τών Στωικών<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐσωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα<br /><b>3.</b> λέγεται αναφορικά [[προς]] τη διττή [[διδασκαλία]] του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῑν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(ρητ.)</b> «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — [[υποδιαίρεση]] τών καθ' ύλην επιχειρημάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσωτερικώς</i> και -<i>ά</i><br />από [[μέσα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐσωτερικός, -ή, -όν) εσώτερος
αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό
α) το μέσα μέρος ή η μέσα όψη ενός πράγματος, σε αντιδιαστολή προς το εξωτερικό μέρος ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό του σπιτιού»
ii. «το εσωτερικό του δέρματος»)
β) η χώρα στην οποία παραμένει κάποιος ως πολίτης, σε αντιδιαστολή προς τις άλλες χώρες, δηλ. προς το εξωτερικό, η ημεδαπή, η χώρα μας, η πατρίδα μας («το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εσωτερικός, η εσωτερική
μαθητής ή μαθήτρια που τρέφεται και διαμένει στο οικοτροφείο ενός σχολείου, οικότροφος
3. φρ. α) (για φάρμακο) «εσωτερική χρήση» — φράση που αναγράφεται στην ετικέτα φιαλιδίου το οποίο περιέχει φάρμακο που λαμβάνεται εσωτερικά, με πόση
β) «εσωτερική παθολογία» — η παθολογία που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων του σώματος
γ) «υπουργείο Εσωτερικών (ενν. υποθέσεων)» — το υπουργείο το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη διοίκηση και όχι τα ξένα κράτη)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσωτερικά
οι διδασκαλίες τών Στωικών
2. (για πρόσ.) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐσωτερικοί
οι μαθητές του Πυθαγόρα
3. λέγεται αναφορικά προς τη διττή διδασκαλία του Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῑν», Λουκιαν.)
4. φρ. (ρητ.) «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — υποδιαίρεση τών καθ' ύλην επιχειρημάτων.
επίρρ...
εσωτερικώς και -ά
από μέσα.