ὑποδώριος: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(4b) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποδώριος]], -ον, ΝΑ, και [[υποδωρικός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / [[ὑποδώριος]], -ον, ΝΑ, και [[υποδωρικός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υποδώριος]]<br />(ενν. [[τρόπος]]) α) (στην αρχ. μουσ.) [[μουσικός]] [[τρόπος]], [[αρμονία]] που ακολουθεί την [[κατά]] μία πέμπτη χαμηλότερη [[κλίμακα]] του δώριου τρόπου<br />β) η [[εκδοχή]] του τρόπου [[αυτού]] στη μεσαιωνική [[Ευρώπη]], που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο [[οποίος]] έχει ως [[βάση]] το <i>ρε</i> και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του <i>ρε</i> ώς την [[έκτη]] υψηλότερά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> (για [[αρμονία]]) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δώριος]] «[[δωρικός]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποδώριος:''' муз. гиподорический, близкий к дорическому ([[τόνος]] Plut.). | |elrutext='''ὑποδώριος:''' муз. гиподорический, близкий к дорическому ([[τόνος]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hypo-Dorian, ἁρμονία Ath.14.625a; τόνος Plu.2.1142f:—Adv. ὑποδωρ-ιστί, in the hypo-Dorian mode, Arist.Pr.920a8, 922b10.
German (Pape)
[Seite 1217] unterdorisch, eine Tonart, Music.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδώριος: -ον, τρόπος μουσικός, τῆς ὑποδωρίου καλουμένης ἁρμονίας ἦθος Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς παρ’ Ἀθην. 624Ε, Πλούτ. 2. 114F, κλπ.· ἴδε Böckh Metr. Pind. σ. 224. - Ἐπίρρ. ὑποδωριστί, κατὰ τὴν ὑποδώριον ἁρμονίαν, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 30., 48. 1.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποδώριος, -ον, ΝΑ, και υποδωρικός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο υποδώριος
(ενν. τρόπος) α) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος, αρμονία που ακολουθεί την κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα του δώριου τρόπου
β) η εκδοχή του τρόπου αυτού στη μεσαιωνική Ευρώπη, που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο οποίος έχει ως βάση το ρε και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του ρε ώς την έκτη υψηλότερά του
αρχ.
μουσ. (για αρμονία) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δώριος «δωρικός»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποδώριος: муз. гиподорический, близкий к дорическому (τόνος Plut.).