δόκανο: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(9) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δοκάνι]], το (Α [[δόκανα]], τα<br />Μ δόκανον, το) [[δοκός]]<br / | |mltxt=και [[δοκάνι]], το (Α [[δόκανα]], τα<br />Μ δόκανον, το) [[δοκός]]<br />τα [[δόκανα]]<br />το [[σύμβολο]] τών Διοσκούρων, το αστρονομικό [[σημείο]] τών Διοσκούρων, δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα με δύο [[πλάγια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παγίδα]] με δύο [[συνήθως]] ελάσματα, η οποία πετυχαίνει αιφνιδιαστική [[παγίδευση]] θηράματος [[μόλις]] ασκηθεί [[ελαφρά]] [[πίεση]]<br /><b>2.</b> [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>το δόκανον</i><br />η [[δοκός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
και δοκάνι, το (Α δόκανα, τα
Μ δόκανον, το) δοκός
τα δόκανα
το σύμβολο τών Διοσκούρων, το αστρονομικό σημείο τών Διοσκούρων, δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα με δύο πλάγια
νεοελλ.
1. παγίδα με δύο συνήθως ελάσματα, η οποία πετυχαίνει αιφνιδιαστική παγίδευση θηράματος μόλις ασκηθεί ελαφρά πίεση
2. ποντικοπαγίδα, φάκα
μσν.
το δόκανον
η δοκός.