κύλον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(3)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] [[πάνω]] από το [[πάνω]] [[βλέφαρο]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κύλα]]<br />τα κοιλώματα [[κάτω]] από τα μάτια («τὰ [[κύλα]] τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυ</i>- και συνδέεται με τον τ. [[κύαρ]]. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κύλων</i>, <i>Κύλασος</i>)].
|mltxt=[[κύλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] [[πάνω]] από το [[πάνω]] [[βλέφαρο]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> τὰ [[κύλα]]<br />τα κοιλώματα [[κάτω]] από τα μάτια («τὰ [[κύλα]] τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυ</i>- και συνδέεται με τον τ. [[κύαρ]]. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κύλων</i>, <i>Κύλασος</i>)].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλον Medium diacritics: κύλον Low diacritics: κύλον Capitals: ΚΥΛΟΝ
Transliteration A: kýlon Transliteration B: kylon Transliteration C: kylon Beta Code: ku/lon

English (LSJ)

τό,

   A v. κύλα.

German (Pape)

[Seite 1529] s. κύλα.

Greek (Liddell-Scott)

κύλον: τό, ἴδε κύλα.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.
Étymologie: DELG κύαρ.

Greek Monolingual

κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύλον -ου, τό, meestal plur., onderooglid.

Russian (Dvoretsky)

κύλον: τό нижнее веко (ср. κυλοιδιάω).