ουλοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(30)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐλοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[οὐλοφόνον]]<br />το ποώδες [[φυτό]] που [[είναι]] γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[χαμαιλέων]] ο [[μέλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (III) «[[ολέθριος]]» <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]].
|mltxt=[[οὐλοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[οὐλοφόνον]]<br />το ποώδες [[φυτό]] που [[είναι]] γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[χαμαιλέων]] ο [[μέλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (III) «[[ολέθριος]]» <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 14 January 2019

Greek Monolingual

οὐλοφόνος, -ον (Α)
1. ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οὐλοφόνον
το ποώδες φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία χαμαιλέων ο μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + φόνος.