παντουργός: Difference between revisions
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να επιτελέσει [[κάθε]] [[έργο]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να επιτελέσει [[κάθε]] [[έργο]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παντουργός]]<br />ο [[δημιουργός]], ο Θεός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
όν,
A = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας S.Aj.445, cf. Eust.524.37. II creating all, Dam.Pr.57, cf. Eust.29.31.
German (Pape)
[Seite 465] = πανοῦργος, Soph. Ai. 440 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντουργός: -όν, = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων κατασκευαστής, Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 fourbe, méchant.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
1. αυτός που είναι ικανός να επιτελέσει κάθε έργο, πανούργος
2. αυτός που δημιουργεί τα πάντα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντουργός
ο δημιουργός, ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ουργός (< έργο)].
Greek Monotonic
παντουργός: -ον, = παν-οῦργος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παντουργός: Soph. = πανοῦργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig.
Middle Liddell
παντ-ουργός, όν = πανοῦργος, Soph.]