εφέτης: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(15) |
m (Text replacement - "<i>oἱ [[" to "oἱ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφέτης]])<br />[[ανώτερος]] [[δικαστής]] που δικάζει τις εφέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικαστικός]] [[λειτουργός]] που αποτελεί [[μέλος]] του εφετείου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[άρχοντας]] (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», <b>Αισχύλ.</b><br />β. <b>μτφ.</b> «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ [[ἀκρότης]], τῶν πιστῶν τὸ [[στήριγμα]], [[μόνε]] φιλάνθρωπε», Μηναί.)<br /><b>2.</b> [[δικαστής]] υποθέσεων φόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφέτης]])<br />[[ανώτερος]] [[δικαστής]] που δικάζει τις εφέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικαστικός]] [[λειτουργός]] που αποτελεί [[μέλος]] του εφετείου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[άρχοντας]] (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», <b>Αισχύλ.</b><br />β. <b>μτφ.</b> «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ [[ἀκρότης]], τῶν πιστῶν τὸ [[στήριγμα]], [[μόνε]] φιλάνθρωπε», Μηναί.)<br /><b>2.</b> [[δικαστής]] υποθέσεων φόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> oἱ [[ἐφέται]]<br />(στην Αθήνα) αιρετή [[αρχή]] δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε [[περί]] φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ [[αἴτιος]] ᾖ φόνου... ἐν τοῑς αὐτοῑς ἐνέχεσθαι, διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπάρχουν δύο ομότυπα [[σύνθετα]] με διαφορετική [[σημασία]]<br />το ένα [[είναι]] παράγωγο του ρ. [[ἐφίημι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἵημι]] «[[ρίπτω]]»), ενώ το [[άλλο]] του ρ. <i>ἐφίεμαι</i> «[[επιθυμώ]]». Από το τελευταίο αυτό παράγεται το μοναδικό παράγωγο [[εφετμή]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἐφέτης)
ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις
νεοελλ.
δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος του εφετείου
μσν.-αρχ.
1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ.
β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε», Μηναί.)
2. δικαστής υποθέσεων φόνου
αρχ.
πληθ. oἱ ἐφέται
(στην Αθήνα) αιρετή αρχή δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε περί φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ αἴτιος ᾖ φόνου... ἐν τοῑς αὐτοῑς ἐνέχεσθαι, διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχουν δύο ομότυπα σύνθετα με διαφορετική σημασία
το ένα είναι παράγωγο του ρ. ἐφίημι (< επί + ἵημι «ρίπτω»), ενώ το άλλο του ρ. ἐφίεμαι «επιθυμώ». Από το τελευταίο αυτό παράγεται το μοναδικό παράγωγο εφετμή].