ένειμι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[είμαι]], [[υπάρχω]] [[ανάμεσα]] σε [[πολλά]] («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάρχω]] («σίτου οὐκ ἐνόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔνεστι</i><br />[[είναι]] δυνατό (α. «[[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῑς», <b>Σοφ.</b><br />β. «οὐ γὰρ δὴ τοῡτο γ' ἔνεστιν εἰπεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, [[είναι]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[ὅμως]] δ' ἔνεστι, τοῑσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῑν τὸν εὖ πράσσοντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] ἐνέσται» — θα χρειαστεί [[καιρός]]<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <b>απόλ.</b> [[ἐνόν]]<br />δυνατόν («[[ἐνόν]] αὐτοῑς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)<br /><b>8.</b> (μτχ. με [[άρθρο]]) τὸ [[ἐνόν]]<br />α) [[κάθε]] τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐνόντα</i><br />[[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου<br />γ) <i>ἐκ τῶν ἐνόντων</i> (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)<br />με όσα [[μέσα]] υπάρχουν στη [[διάθεση]] μας, [[πρόχειρα]].
|mltxt=[[ἔνειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υπάρχω]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («[[ὅσσος]] τις [[χρυσός]] τε καὶ [[ἄργυρος]] ἀσκῷ ἔνεστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[είμαι]], [[υπάρχω]] [[ανάμεσα]] σε [[πολλά]] («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάρχω]] («σίτου οὐκ ἐνόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔνεστι</i><br />[[είναι]] δυνατό (α. «[[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῑς», <b>Σοφ.</b><br />β. «οὐ γὰρ δὴ τοῦτο γ' ἔνεστιν εἰπεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, [[είναι]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[ὅμως]] δ' ἔνεστι, τοῑσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῑν τὸν εὖ πράσσοντα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[χρόνος]] ἐνέσται» — θα χρειαστεί [[καιρός]]<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <b>απόλ.</b> [[ἐνόν]]<br />δυνατόν («[[ἐνόν]] αὐτοῑς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)<br /><b>8.</b> (μτχ. με [[άρθρο]]) τὸ [[ἐνόν]]<br />α) [[κάθε]] τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐνόντα</i><br />[[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου<br />γ) <i>ἐκ τῶν ἐνόντων</i> (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)<br />με όσα [[μέσα]] υπάρχουν στη [[διάθεση]] μας, [[πρόχειρα]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἔνειμι (Α)
1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτιὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.)
2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.)
3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.)
4. απρόσ. ἔνεστι
είναι δυνατό (α. «ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῑς», Σοφ.
β. «οὐ γὰρ δὴ τοῦτο γ' ἔνεστιν εἰπεῑν», Δημοσθ.)
5. (απρόσ. με δοτ. προσ. και απρμφ.) εξαρτάται από κάποιον, είναι στο χέρι κάποιου («ὅμως δ' ἔνεστι, τοῑσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῑν τὸν εὖ πράσσοντα», Σοφ.)
6. φρ. «χρόνος ἐνέσται» — θα χρειαστεί καιρός
7. (μτχ.) απόλ. ἐνόν
δυνατόν («ἐνόν αὐτοῑς σῷζεσθαι», Ηρωδιανός)
8. (μτχ. με άρθρο) τὸ ἐνόν
α) κάθε τι δυνατό («πᾱν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων», Θουκ.)
β) στον πληθ. τὰ ἐνόντα
φορτίο ή προμήθειες πλοίου
γ) ἐκ τῶν ἐνόντων (αρχ.-μσν.-νεοελλ.)
με όσα μέσα υπάρχουν στη διάθεση μας, πρόχειρα.