εκβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(10)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[βγαίνω]] (AM [[ἐκβαίνω]])<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω από [[κάπου]] («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[απολήγω]], [[καταλήγω]], [[καταντώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκβαίνω]] τὰ [[ὅρια]]», «[[ἐκβαίνω]] τῶν ὁρίων» — ξεπερνάω τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού<br /><b>μσν.</b><br />(για [[νερό]]) [[αναβλύζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αναδεικνύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποβιβάζομαι<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] από τη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[ανεβαίνω]] [[προς]] τα έξω, [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>4.</b> [[απέρχομαι]], [[φεύγω]], απομακρύνομαι (α. «ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῡ σώματος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικής ἁρμονίας», Αριστ.)<br /><b>5.</b> αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] («ἐκ τῆς νομοθεσίας [[αὐτός]] τε ἐκβαίνοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εγκαταλείπω]]<br /><b>7.</b> [[υπερβαίνω]], [[παραβαίνω]]<br /><b>8.</b> (για προϊόντα γης) παράγομαι<br /><b>9.</b> [[αποβαίνω]]<br /><b>10.</b> (για προφητείες <b>κ.λπ.</b>) εκπληρώνομαι<br /><b>11.</b> [[ξεφεύγω]] από τα όρια<br /><b>12.</b> εκτείνομαι [[πέρα]] από ένα όριο, [[προεξέχω]]<br /><b>13.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>14.</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]]<br /><b>15.</b> (για λόγο) [[φεύγω]] από το [[κυρίως]] [[θέμα]], [[κάνω]] [[παρέκβαση]]<br /><b>16.</b> [[συμβαίνω]]<br /><b>17.</b> [[προκύπτω]] από [[κάτι]]<br /><b>18.</b> [[αποβιβάζω]].
|mltxt=και [[βγαίνω]] (AM [[ἐκβαίνω]])<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] έξω από [[κάπου]] («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[απολήγω]], [[καταλήγω]], [[καταντώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκβαίνω]] τὰ [[ὅρια]]», «[[ἐκβαίνω]] τῶν ὁρίων» — ξεπερνάω τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού<br /><b>μσν.</b><br />(για [[νερό]]) [[αναβλύζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αναδεικνύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποβιβάζομαι<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] από τη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> [[ανεβαίνω]] [[προς]] τα έξω, [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>4.</b> [[απέρχομαι]], [[φεύγω]], απομακρύνομαι (α. «ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῦ σώματος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικής ἁρμονίας», Αριστ.)<br /><b>5.</b> αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] («ἐκ τῆς νομοθεσίας [[αὐτός]] τε ἐκβαίνοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εγκαταλείπω]]<br /><b>7.</b> [[υπερβαίνω]], [[παραβαίνω]]<br /><b>8.</b> (για προϊόντα γης) παράγομαι<br /><b>9.</b> [[αποβαίνω]]<br /><b>10.</b> (για προφητείες <b>κ.λπ.</b>) εκπληρώνομαι<br /><b>11.</b> [[ξεφεύγω]] από τα όρια<br /><b>12.</b> εκτείνομαι [[πέρα]] από ένα όριο, [[προεξέχω]]<br /><b>13.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>14.</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]]<br /><b>15.</b> (για λόγο) [[φεύγω]] από το [[κυρίως]] [[θέμα]], [[κάνω]] [[παρέκβαση]]<br /><b>16.</b> [[συμβαίνω]]<br /><b>17.</b> [[προκύπτω]] από [[κάτι]]<br /><b>18.</b> [[αποβιβάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

και βγαίνω (AM ἐκβαίνω)
1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.)
2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ
3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» — ξεπερνάω τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού
μσν.
(για νερό) αναβλύζω
αρχ.-μσν.
αναδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. βγαίνω από τη θάλασσα
3. ανεβαίνω προς τα έξω, προς τα πάνω
4. απέρχομαι, φεύγω, απομακρύνομαι (α. «ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῦ σώματος», Πλάτ.
β. «ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικής ἁρμονίας», Αριστ.)
5. αποσύρομαι, αποχωρώ («ἐκ τῆς νομοθεσίας αὐτός τε ἐκβαίνοι», Πλάτ.)
6. εγκαταλείπω
7. υπερβαίνω, παραβαίνω
8. (για προϊόντα γης) παράγομαι
9. αποβαίνω
10. (για προφητείες κ.λπ.) εκπληρώνομαι
11. ξεφεύγω από τα όρια
12. εκτείνομαι πέρα από ένα όριο, προεξέχω
13. τελειώνω
14. φθάνω ώς ένα σημείο
15. (για λόγο) φεύγω από το κυρίως θέμα, κάνω παρέκβαση
16. συμβαίνω
17. προκύπτω από κάτι
18. αποβιβάζω.