εκβαίνω

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

και βγαίνω (AM ἐκβαίνω)
1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.)
2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ
3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» — ξεπερνάω τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού
μσν.
(για νερό) αναβλύζω
αρχ.-μσν.
αναδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. βγαίνω από τη θάλασσα
3. ανεβαίνω προς τα έξω, προς τα πάνω
4. απέρχομαι, φεύγω, απομακρύνομαι (α. «ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῦ σώματος», Πλάτ.
β. «ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικής ἁρμονίας», Αριστ.)
5. αποσύρομαι, αποχωρώ («ἐκ τῆς νομοθεσίας αὐτός τε ἐκβαίνοι», Πλάτ.)
6. εγκαταλείπω
7. υπερβαίνω, παραβαίνω
8. (για προϊόντα γης) παράγομαι
9. αποβαίνω
10. (για προφητείες κ.λπ.) εκπληρώνομαι
11. ξεφεύγω από τα όρια
12. εκτείνομαι πέρα από ένα όριο, προεξέχω
13. τελειώνω
14. φθάνω ώς ένα σημείο
15. (για λόγο) φεύγω από το κυρίως θέμα, κάνω παρέκβαση
16. συμβαίνω
17. προκύπτω από κάτι
18. αποβιβάζω.