εὐκρασία: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκρασία]], Α και εὐκρασίη) [[εύκρατος]]<br /><b>1.</b> η [[γλυκύτητα]] του καιρού, η ήπια [[θερμοκρασία]], η [[ηπιότητα]] του κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η καλή [[κράση]] του οργανισμού, η καλή [[ιδιοσυγκρασία]] («[[εὐκρασία]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />η καλή [[ανάμιξη]] («[[εὐκρασία]] τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.).
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκρασία]], Α και εὐκρασίη) [[εύκρατος]]<br /><b>1.</b> η [[γλυκύτητα]] του καιρού, η ήπια [[θερμοκρασία]], η [[ηπιότητα]] του κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η καλή [[κράση]] του οργανισμού, η καλή [[ιδιοσυγκρασία]] («[[εὐκρασία]] τοῦ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />η καλή [[ανάμιξη]] («[[εὐκρασία]] τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκρᾱσία Medium diacritics: εὐκρασία Low diacritics: ευκρασία Capitals: ΕΥΚΡΑΣΙΑ
Transliteration A: eukrasía Transliteration B: eukrasia Transliteration C: efkrasia Beta Code: eu)krasi/a

English (LSJ)

(late εὐκοσμ-κρᾰσίη Man.5.59), ἡ,

   A good temperature, mildness, τῶν ὡρῶν Pl. Ti.24c; τοῦ ἀέρος Plb.34.8.4: abs., Arist.Pr.860b12; ἐν ταῖς εὐκρασίαις in good climates, Thphr.CP3.21.1.    2 of persons, εὐ. τοῦ σώματος good temperament, Arist.PA673b25, cf. GA744a30, Zeno Stoic.1.37, Gal.6.31, etc.

German (Pape)

[Seite 1076] ἡ, die gute Mischung, Temperatur, τῶν ὡρῶν Plat. Tim. 24 c u. Folgde; auch σώματος, Arist. part. an. 3, 12; bes. vom Klima, Pol. 34, 8, 4; χώρας, τόπων, D. Sic. 1, 10. 80. [bei Man. 5, 59 εὐκρᾰσία].

Greek (Liddell-Scott)

εὐκρᾱσία: ἡ, τὸ εὖ κεκερασμένον, καλὴ θερμοκρασία, τῶν ὡρῶν Πλάτ. Τίμ. 24C· τοῦ ἀέρος Πολύβ. 34. 8, 4: ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 11, π. Φυτ. 1. 2, 9· ἐν ταῖς εὐκρασίαις, ἐν τοῖς εὐκράτοις κλίμασι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 1. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκρ. τοῦ σώματος, καλὴ κρᾶσις, ἰδιοσυγκρασία, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 4, πρβλ π. Ζ. Γεν. 2. 6, 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 température bien équilibrée, bonne température;
2 bon tempérament.
Étymologie: εὔκρατος.
Ant. ἀκρασία.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) εύκρατος
1. η γλυκύτητα του καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα του κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)
2. (για πρόσ.) η καλή κράση του οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασίαεὐκρασία τοῦ σώματος», Αριστοτ.)
αρχ.
η καλή ανάμιξηεὐκρασία τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.).

Greek Monotonic

εὐκρᾱσία: ἡ, καλή θερμοκρασία, ηπιότητα, πραότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκρᾱσία:
1) умеренная температура (τοῦ ἀέρος Polyb.; χώρας Diod.): εὐ. τῶν ὡρῶν Plat. мягкий климат;
2) хорошее состояние (τοῦ σώματος Arst., Plut.).

Middle Liddell

εὐκρᾱσία, ἡ, [from εὐκράς
a good temperature, mildness, Plat.