κηλιδώνω: Difference between revisions
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(20) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [[κηλίς]]<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]] με κηλίδες, [[λερώνω]], [[λεκιάζω]] («τὴν ἐσθήτα | |mltxt=(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [[κηλίς]]<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]] με κηλίδες, [[λερώνω]], [[λεκιάζω]] («τὴν ἐσθήτα αὐτοῦ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταισχύνω]], [[ντροπιάζω]], [[ατιμάζω]], [[κατασπιλώνω]], [[μουντζουρώνω]] (α. «κηλίδωσε την [[τιμή]] του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας [[πατέρας]] ἐκηλίδωσαν;» <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) κηλίς
1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῦ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)
2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας πατέρας ἐκηλίδωσαν;» Ευρ.).