ομοφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(29)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁμοφωνία]]) [[ομόφωνος]]<br /><b>1.</b> [[ομοιότητα]] φωνής ή [[κοινότητα]] γλώσσας<br /><b>2.</b> [[ομογνωμοσύνη]], [[ομοφροσύνη]], [[ταυτότητα]] γνώμης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> α) η απόλυτη [[συνήχηση]] ισοϋψών φθόγγων [[κατά]] την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο<br />β) [[τρόπος]] σύνθεσης [[κατά]] τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και [[τελείως]] τη μελωδική και ρυθμική τους [[δραστηριότητα]] και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή [[διαγραφή]] της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός [[χαρακτήρας]] ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη [[γραφή]]<br />γ) <b>φρ.</b> «[[αρχή]] της ομοφωνίας» — [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι [[κατά]] [[πλειοψηφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμφωνία]] τών μουσικών ήχων, [[αρμονία]] («ὑποκριτοῡ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=η (Α [[ὁμοφωνία]]) [[ομόφωνος]]<br /><b>1.</b> [[ομοιότητα]] φωνής ή [[κοινότητα]] γλώσσας<br /><b>2.</b> [[ομογνωμοσύνη]], [[ομοφροσύνη]], [[ταυτότητα]] γνώμης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> α) η απόλυτη [[συνήχηση]] ισοϋψών φθόγγων [[κατά]] την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο<br />β) [[τρόπος]] σύνθεσης [[κατά]] τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και [[τελείως]] τη μελωδική και ρυθμική τους [[δραστηριότητα]] και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή [[διαγραφή]] της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός [[χαρακτήρας]] ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη [[γραφή]]<br />γ) <b>φρ.</b> «[[αρχή]] της ομοφωνίας» — [[αρχή]] σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι [[κατά]] [[πλειοψηφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμφωνία]] τών μουσικών ήχων, [[αρμονία]] («ὑποκριτοῦ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (Α ὁμοφωνία) ομόφωνος
1. ομοιότητα φωνής ή κοινότητα γλώσσας
2. ομογνωμοσύνη, ομοφροσύνη, ταυτότητα γνώμης
νεοελλ.
μουσ. α) η απόλυτη συνήχηση ισοϋψών φθόγγων κατά την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο
β) τρόπος σύνθεσης κατά τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και τελείως τη μελωδική και ρυθμική τους δραστηριότητα και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή διαγραφή της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός χαρακτήρας ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη γραφή
γ) φρ. «αρχή της ομοφωνίας» — αρχή σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι κατά πλειοψηφία
αρχ.
συμφωνία τών μουσικών ήχων, αρμονία («ὑποκριτοῦ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», Λουκιαν.).