ομόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσπορος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για φυτ. οργανισμό) αυτός που παράγει ενός είδους και όμοια [[σπόρια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την Ιοκάστη) [[κοινή]] [[σύζυγος]] δύο [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει την [[ίδια]] σύζυγο με άλλον («καὶ τοῡ πατρὸς ὁμόσπορός τε καὶ [[φονεύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ὁ</i>, ἡ [[ὁμόσπορος]]<br />ο [[αδελφός]] ή η [[αδελφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>σπορος</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>homospore</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσπορος]], -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για φυτ. οργανισμό) αυτός που παράγει ενός είδους και όμοια [[σπόρια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την Ιοκάστη) [[κοινή]] [[σύζυγος]] δύο [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει την [[ίδια]] σύζυγο με άλλον («καὶ τοῦ πατρὸς ὁμόσπορός τε καὶ [[φονεύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ὁ</i>, ἡ [[ὁμόσπορος]]<br />ο [[αδελφός]] ή η [[αδελφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>σπορος</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>homospore</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 15 February 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσπορος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς
νεοελλ.
βοτ. (για φυτ. οργανισμό) αυτός που παράγει ενός είδους και όμοια σπόρια
αρχ.
1. (για την Ιοκάστη) κοινή σύζυγος δύο ανδρών
2. (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει την ίδια σύζυγο με άλλον («καὶ τοῦ πατρὸς ὁμόσπορός τε καὶ φονεύς», Σοφ.)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) , ἡ ὁμόσπορος
ο αδελφός ή η αδελφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. νεό-σπορος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. homospore].