παίδευση: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(30)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[παίδευσις]]) [[παιδεύω]]<br /><b>1.</b> [[εκπαίδευση]], [[αγωγή]], [[παιδεία]] («[[Έλληνας]] καλεῑσθαι τοῡς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] της εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η [[μόρφωση]] («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[παίδευσις]]» ή «ἡ ὑμετέρα [[παίδευσις]]» — [[τρόπος]] προσφώνησης ατόμων που [[είναι]] γνώστες μιας τέχνης ή μιας επιστήμης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη ρήτ.) ή [[διδασκαλία]]<br /><b>2.</b> το [[σχολείο]], το [[εκπαιδευτήριο]], ο [[χώρος]] που εκπαιδεύεται [[κάποιος]] («τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τιμωρία]].
|mltxt=η (ΑΜ [[παίδευσις]]) [[παιδεύω]]<br /><b>1.</b> [[εκπαίδευση]], [[αγωγή]], [[παιδεία]] («[[Έλληνας]] καλεῑσθαι τοῦς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] της εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η [[μόρφωση]] («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[παίδευσις]]» ή «ἡ ὑμετέρα [[παίδευσις]]» — [[τρόπος]] προσφώνησης ατόμων που [[είναι]] γνώστες μιας τέχνης ή μιας επιστήμης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη ρήτ.) ή [[διδασκαλία]]<br /><b>2.</b> το [[σχολείο]], το [[εκπαιδευτήριο]], ο [[χώρος]] που εκπαιδεύεται [[κάποιος]] («τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τιμωρία]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (ΑΜ παίδευσις) παιδεύω
1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδείαΈλληνας καλεῑσθαι τοῦς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.)
2. το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.)
μσν.
φρ. «ἡ σὴ παίδευσις» ή «ἡ ὑμετέρα παίδευσις» — τρόπος προσφώνησης ατόμων που είναι γνώστες μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
αρχ.
1. (για τη ρήτ.) ή διδασκαλία
2. το σχολείο, το εκπαιδευτήριο, ο χώρος που εκπαιδεύεται κάποιος («τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι», Θουκ.)
3. τιμωρία.