κυριολογία: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυριολογία]], ἡ (Α) [[κυριολογώ]]<br /><b>1.</b> η [[κυριολεξία]], η [[χρήση]] λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> η [[ακριβής]] και πραγματική [[σημασία]] μιας λέξης<br /><b>3.</b> το να ονομάζει [[κανείς]] κάποιον <i>κύριο</i> («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ | |mltxt=[[κυριολογία]], ἡ (Α) [[κυριολογώ]]<br /><b>1.</b> η [[κυριολεξία]], η [[χρήση]] λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> η [[ακριβής]] και πραγματική [[σημασία]] μιας λέξης<br /><b>3.</b> το να ονομάζει [[κανείς]] κάποιον <i>κύριο</i> («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῦ», Αθανάσ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 15 February 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = κυριολεξία, Agatharch.21 (pl.), Phld. Rh.1.174 S., Longin.28.1, Magnus ap.Gal.8.641; proper meaning of a word, A.D.Adv.190.3; = ἀκριβολογία, Gal.18(2).526.
German (Pape)
[Seite 1536] ἡ, = κυριολεξία; Longin. 28 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριολογία: ἡ, = κυριολεξία, Λογγῖν. 28, Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 446. 11. ΙΙ. τὸ καλεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος Κύριος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κυριολογία, ἡ (Α) κυριολογώ
1. η κυριολεξία, η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια σημασία τους
2. η ακριβής και πραγματική σημασία μιας λέξης
3. το να ονομάζει κανείς κάποιον κύριο («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῦ», Αθανάσ.).