παρατείχισμα: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[παρατειχίζω]]<br />[[τείχος]] που κτίστηκε [[κοντά]] και παράλληλα σε [[κάτι]] («ἤν μή τις τὸ [[παρατείχισμα]] | |mltxt=τὸ, Α [[παρατειχίζω]]<br />[[τείχος]] που κτίστηκε [[κοντά]] και παράλληλα σε [[κάτι]] («ἤν μή τις τὸ [[παρατείχισμα]] τοῦτο [[πολλῇ]] στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:55, 15 February 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A cross-wall, Th.7.11,42, al., SIG784.2(Ephesus, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 502] τό, daneben, dabei aufgeführte Mauer, Bollwerk, Thuc. 7, 11 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 38 D. Sic. 11, 20.
Greek (Liddell-Scott)
παρατείχισμα: τό, τεῖχος οἰκοδομηθὲν πλησίον ἢ ἐγκαρσίως, Θουκ. 7. 11, 42, κτλ.· ἴδε Arnold εἰς κεφ. 42, Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλάδ. 7, παράρτ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mur ou retranchement élevé le long de.
Étymologie: παρά, τειχίζω.
Greek Monolingual
τὸ, Α παρατειχίζω
τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῦτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.).
Greek Monotonic
παρατείχισμα: τό, τείχος που χτίστηκε δίπλα ή παραπλεύρως, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρατείχισμα: ατος τό крепостная стена, укрепление, вал Thuc., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τείχισμα -ατος, τό dwarsmuur.
Middle Liddell
παρα-τείχισμα, ατος, τό,
a wall built beside or across, Thuc.