παιδί: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
(30) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[παιδίον]], Μ και παιδίν) [[παις]], <i>παιδός]]<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] μικρής ηλικίας, ανήλικο [[αγόρι]] ή [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> το [[τέκνο]], ο [[γόνος]] κάποιου (α. «κι η δόλια μου [[ματιά]] θολή<br />[[παιδί]] μου ώρα σου καλή», Βιζυην.<br />β. «Κύριε, κατάβηθι, [[πριν]] ἀποθανεῑν τὸ [[παιδίον]] μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[νεαρός]] [[υπηρέτης]] («έστειλα το [[παιδί]] για τα ψώνια»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «του [[πατέρα]] του [[παιδί]]» ή | |mltxt=το (ΑΜ [[παιδίον]], Μ και παιδίν) [[παις]], <i>παιδός]]<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] μικρής ηλικίας, ανήλικο [[αγόρι]] ή [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> το [[τέκνο]], ο [[γόνος]] κάποιου (α. «κι η δόλια μου [[ματιά]] θολή<br />[[παιδί]] μου ώρα σου καλή», Βιζυην.<br />β. «Κύριε, κατάβηθι, [[πριν]] ἀποθανεῑν τὸ [[παιδίον]] μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[νεαρός]] [[υπηρέτης]] («έστειλα το [[παιδί]] για τα ψώνια»)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «του [[πατέρα]] του [[παιδί]]» ή «τοῦ πατρὸς τὸ [[παιδίον]]» — [[παιδί]] που μοιάζει στον [[πατέρα]] του ως [[προς]] τη [[μορφή]] και τον χαρακτήρα<br />β) «της μάνας του [[παιδί]]» ή «τῆς μητρὸς τὸ [[παιδίον]]» — [[παιδί]] που μοιάζει στη [[μητέρα]] του ως [[προς]] τη [[μορφή]] και τον χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] νεαρής ηλικίας, [[νεαρός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ηλικιωμένους («[[τώρα]] που είσαι [[παιδί]] διασκέδαζε όσο μπορείς»)<br /><b>2.</b> μικρής ηλικίας [[υπάλληλος]] καταστήματος ή γραφείου, [[παραγιός]]<br /><b>3.</b> <b>(διαλεκτ.)</b> [[αγόρι]] ή [[νεαρός]], [[αρσενικό]] [[τέκνο]], [[γιος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[κορίτσι]]<br /><b>4.</b> [[αφελής]], [[απλός]] και [[εύπιστος]] [[άνθρωπος]] («μη γίνεσαι [[παιδί]]!»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παιδί]] μου» — τρυφερή [[προσφώνηση]] για [[έκφραση]] οικειότητας ή θωπείας και σε ενήλικα άτομα<br />β) «[[είναι]] [[παιδί]] της μαμάς» — [[είναι]] [[καλομαθημένος]], [[είναι]] μαμόθρεφτος<br />γ) «[[παιδί]] του δρόμου» — αλητάκι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[δούλος]]<br /><b>2.</b> παιδική [[νόσος]], πιθ. οι σπασμοί. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:02, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (ΑΜ παιδίον, Μ και παιδίν) παις, παιδός]]
1. άνθρωπος μικρής ηλικίας, ανήλικο αγόρι ή κορίτσι
2. το τέκνο, ο γόνος κάποιου (α. «κι η δόλια μου ματιά θολή
παιδί μου ώρα σου καλή», Βιζυην.
β. «Κύριε, κατάβηθι, πριν ἀποθανεῑν τὸ παιδίον μου», ΚΔ)
3. νεαρός υπηρέτης («έστειλα το παιδί για τα ψώνια»)
4. παροιμ. φρ. α) «του πατέρα του παιδί» ή «τοῦ πατρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στον πατέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
β) «της μάνας του παιδί» ή «τῆς μητρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στη μητέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
νεοελλ.
1. άνθρωπος νεαρής ηλικίας, νεαρός, σε αντιδιαστολή προς τους ηλικιωμένους («τώρα που είσαι παιδί διασκέδαζε όσο μπορείς»)
2. μικρής ηλικίας υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου, παραγιός
3. (διαλεκτ.) αγόρι ή νεαρός, αρσενικό τέκνο, γιος, σε αντιδιαστολή προς το κορίτσι
4. αφελής, απλός και εύπιστος άνθρωπος («μη γίνεσαι παιδί!»)
5. φρ. α) «παιδί μου» — τρυφερή προσφώνηση για έκφραση οικειότητας ή θωπείας και σε ενήλικα άτομα
β) «είναι παιδί της μαμάς» — είναι καλομαθημένος, είναι μαμόθρεφτος
γ) «παιδί του δρόμου» — αλητάκι
αρχ.
1. μικρός δούλος
2. παιδική νόσος, πιθ. οι σπασμοί.