σκίλλα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
(2b)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκίλλα]], ης, ἡ,<br />a squill, sea-[[onion]], Theogn., Theocr.
|mdlsjtxt=[[σκίλλα]], ης, ἡ,<br />a squill, sea-[[onion]], Theogn., Theocr.
}}
{{FriskDe
|ftr='''σκίλλα''': {skílla}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Meerzwiebel]] (Thgn., Hippon., Arist. usw.)<br />'''Derivative''': mit σκιλλίτης ([[οἶνος]] Ps.-Afric., Colum.; Redard 99), -ιτικός ([[ὄξος]] Dsk. u. a.), -ινος ‘aus σ.’ (Dsk. u. a.), -ώδης ’σ.-ähnlich’ (Thphr. u. a.).<br />'''Etymology''' : Unerklärtes Fremdwort; abzulehnen Carnoy REGr. 69, 288 und Ant. class. 24, 23. Lat. LW ''scilla''.<br />'''Page''' 2,731
}}
}}

Revision as of 15:45, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίλλα Medium diacritics: σκίλλα Low diacritics: σκίλλα Capitals: ΣΚΙΛΛΑ
Transliteration A: skílla Transliteration B: skilla Transliteration C: skilla Beta Code: ski/lla

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A squill, Urginea maritima, Thgn.537, Arist.HA556b4, Thphr.HP7.9.4, Theoc.7.107, Dsc.2.171; used in purificatory rites, Hippon.5, Diph.126.3, Thphr.Char.16.14, SIG968vi(Mytil., iii B.C.), D.Chr.48.17.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, die Meerzwiebel, mit länglicher Bolle; Theogn. 537; Luc. Necyom. 7; sonst σχῖνος, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκίλλα: -ης, -ἡ, «σκιλλοκρόμμυδον» ἄλλως σχῖνος, Θέογν. 537, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 4, Θεόκρ. 7. 107· χρῆσις αὐτῆς ἐγίνετο εἰς τελετὰς ἁγνιστικάς, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. Χαρακτ. 16, ἔνθα ἴδε Casaub.― Ὑποκορ. σκιλλάριον, τό, Ἀέτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαμμωνία, θανατηφόρος μυῶν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 377.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
scille, oignon marin, plante.
Étymologie: DELG -.

Spanish

escila, cebolla albarrana

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών φυτών που ανήκουν στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, με 80 περίπου είδη που απαντούν σε πολλές εύκρατες περιοχές της Γης
αρχ.
είδος φυτού του γένους σκίλλα, γνωστό με τη λόγια ονομασία Σκίλλα η παράλιος και, σήμερα, ως κρομμυδόσκιλλα, σκιλλοκρομμύδα, ασκίλλα, μπότσικας κ.ά., τους βολβούς του οποίου χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].

Greek Monotonic

σκίλλα: -ης, ἡ, σκιλλοκρέμμυδο, κρεμμύδι της θάλασσας, δηλ. το φυτό σχῖνος, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

σκίλλα: ἡ бот. морской лук Arst., Theocr., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίλλα, -ης, ἡ zee-ui (plant, Urgea maritima).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: squill (Thgn., Hippon., Arist. etc.).
Derivatives: σκιλλ-ίτης (οἶνος Ps.-Afric., Colum.; Redard 99), -ιτικός (ὄξος Dsc. a. o.), -ινος made of σ. (Dsc. a. o.), -ώδης σ.-like' (Thphr. a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained foreign word; to be rejevted Carnoy REGr. 69, 288 and Ant. class. 24, 23. Lat. LW [loanword] scilla. -- The word is prob. Pre-Greek )*skilya?).

Middle Liddell

σκίλλα, ης, ἡ,
a squill, sea-onion, Theogn., Theocr.

Frisk Etymology German

σκίλλα: {skílla}
Grammar: f.
Meaning: Meerzwiebel (Thgn., Hippon., Arist. usw.)
Derivative: mit σκιλλίτης (οἶνος Ps.-Afric., Colum.; Redard 99), -ιτικός (ὄξος Dsk. u. a.), -ινος ‘aus σ.’ (Dsk. u. a.), -ώδης ’σ.-ähnlich’ (Thphr. u. a.).
Etymology : Unerklärtes Fremdwort; abzulehnen Carnoy REGr. 69, 288 und Ant. class. 24, 23. Lat. LW scilla.
Page 2,731