ὑδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(42)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[ὑδείω]] και δ. τ. ὕδω Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ονομαστό, [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]] («[[αὐτίκα]] χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν<br />τρέχειν, λέγειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὑδέω]] και οι παρλλ. ονοματικοί τ. <i>ὕδη</i>, [[ὕδης]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wed</i>- / <i>a</i>-<i>wed</i>- «[[μιλώ]], [[τραγουδώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀείδω]], [[αὐδή]], αρχ. ινδ. <i>udita</i>-, μτχ. του <i>vadati</i> «[[μιλώ]]»). Βλ. λ. <i>ἄδω</i>, [[αὐδή]].
|mltxt=και επικ. τ. [[ὑδείω]] και δ. τ. ὕδω Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ονομαστό, [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]] («[[αὐτίκα]] χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν<br />τρέχειν, λέγειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὑδέω]] και οι παρλλ. ονοματικοί τ. <i>ὕδη</i>, [[ὕδης]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wed</i>- / <i>a</i>-<i>wed</i>- «[[μιλώ]], [[τραγουδώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀείδω]], [[αὐδή]], αρχ. ινδ. <i>udita</i>-, μτχ. του <i>vadati</i> «[[μιλώ]]»). Βλ. λ. <i>ἄδω</i>, [[αὐδή]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὑδέω''': {hudéō}<br />'''Forms''': (metr. ged. -είω), auch ὕδω, ὕδειν (Suid. u.a.).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[besingen]], [[verherrlichen]] (hell. Epik, coni. E. ''Hyps''. 3, 15)<br />'''Derivative''': Daneben ὕδη· [[φήμη]], [[ᾠδή]] (Theognost. ''Kan''. 19), [[ὕδης]]· [[συνετός]], ἢ [[ποιητής]] H.<br />'''Etymology''' : Ohne sichere Etymologie. Am nächsten liegt, in [[ὑδέω]] dieselbe Schwundstufe von [[αὐδή]] (s.d. m. Lit.) anzunehmen, die auch in aind. Ptz. ''ud''-''itá''-, Präs. Pass. ''ud''-''yáte'' zu ''vádati'' [[sprechen]] zu belegen ist; eine andere Hochstufe ist in οὐδήεσσα Beiw. von Λευκοθέη und [[Κίρκη]] (v.l. Od.) vermutet worden. — Anders Pisani Ist. Lomb. 73, 490 ff.: dialektisch (über *οἰ-) für *ᾠδέω von [[ᾠδή]]; ernste Bedenken bei Belardi Doxa 3, 221.<br />'''Page''' 2,956
}}
}}

Revision as of 16:13, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδέω Medium diacritics: ὑδέω Low diacritics: υδέω Capitals: ΥΔΕΩ
Transliteration A: hydéō Transliteration B: hydeō Transliteration C: ydeo Beta Code: u(de/w

English (LSJ)

[ῠ], (ὕδης)

   A call, name, Call.Fr.anon.62, Nic.Al.47,525; Ep. also ὑδείω, Call.Jov.76:—Pass., to be told of, to be called so and so, Arat.257, A.R.2.528, 4.264:—Suid. and Et.Gud.539.56 also quote the form ὕδειν (from ὕδω), and Theognost.Can.19 has ὕδειν· τρέχειν, λέγειν:—ὑδεῖν should perh. be restored for ἰδεῖν in E.Hyps. iii 15, where it would mean tell of, celebrate; [ὑ]δέοντος is suggested in PLit.Lond.60.9 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 1172] poet. Nebenform von ὕδω, besingen, preisen, übh. nennen, Nic. Al. 47. 525; dah. pass. heißen, Ap. Rh. 2, 528 u. einzeln bei a. sp. D. S. ὑδείω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδέω: [ῠ], (ὕδης) ὑμνῶ, ἐγκωμιάζω· πρῶτον εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξ. 17. 528, Καλλ. Ἀποσπ. 477· Ἐπικ. ὡσαύτως ὑδείω, Καλλ. εἰς Δία 76. ― Παθ., καὶ τὰ μὲν ὣς ὑδέονται, «ἀντὶ τοῦ ᾄδονται καὶ λέγονται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 528., Δ. 264, Ἄρατ. 257· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. μνημονεύεται καὶ ὁ τύπος ὕδειν (ἐξ ὁριστικῆς ὕδω) ἔκ τινος ποιητοῦ.

Greek Monolingual

και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α
1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζωαὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.)
2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν
τρέχειν, λέγειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα ud- της ΙΕ ρίζας wed- / a-wed- «μιλώ, τραγουδώ» (πρβλ. ἀείδω, αὐδή, αρχ. ινδ. udita-, μτχ. του vadati «μιλώ»). Βλ. λ. ἄδω, αὐδή.

Frisk Etymology German

ὑδέω: {hudéō}
Forms: (metr. ged. -είω), auch ὕδω, ὕδειν (Suid. u.a.).
Grammar: v.
Meaning: besingen, verherrlichen (hell. Epik, coni. E. Hyps. 3, 15)
Derivative: Daneben ὕδη· φήμη, ᾠδή (Theognost. Kan. 19), ὕδης· συνετός, ἢ ποιητής H.
Etymology : Ohne sichere Etymologie. Am nächsten liegt, in ὑδέω dieselbe Schwundstufe von αὐδή (s.d. m. Lit.) anzunehmen, die auch in aind. Ptz. ud-itá-, Präs. Pass. ud-yáte zu vádati sprechen zu belegen ist; eine andere Hochstufe ist in οὐδήεσσα Beiw. von Λευκοθέη und Κίρκη (v.l. Od.) vermutet worden. — Anders Pisani Ist. Lomb. 73, 490 ff.: dialektisch (über *οἰ-) für *ᾠδέω von ᾠδή; ernste Bedenken bei Belardi Doxa 3, 221.
Page 2,956