ἄνιπτος: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(c1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νίζω]]<br /><b class="num">1.</b> unwashen, Il.<br /><b class="num">2.</b> not to be washed out, Aesch. | |mdlsjtxt=[[νίζω]]<br /><b class="num">1.</b> unwashen, Il.<br /><b class="num">2.</b> not to be washed out, Aesch. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¥niptoj 阿-你普拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(3)<p>'''原文字根''':不-洗的<p>'''字義溯源''':未洗淨的,不洗,沒有洗的,不潔淨的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不,未)與([[νίπτω]])*=洗淨)組成<p/>'''出現次數''':總共(3);太(1);可(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 用不潔淨的(1) 可7:5;<p>2) 沒有洗的手(1) 可7:2;<p>3) 不洗(1) 太15:20 | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A unwashen, χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν (v.l. -ῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι Il.6.266, cf. Hes.Op.725, Ev.Matt.15.20: prov., ἄνιπτος ποσί, i.e. unprepared, Luc.Pseudol.4. 2 not to be washed out, αἷμα A.Ag. 1459.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνιπτος: -ον, (νίζω) ἄνιπτος, χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... ἅζομαι Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ χωρίς τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, ἀνεξάλειπτος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non lavé;
2 qui ne peut être lavé.
Étymologie: ἀ, νίπτω.
English (Autenrieth)
(νίπτω): unwashed, Il. 6.266†.
Spanish (DGE)
-ον
1 no lavado, sucio χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Il.6.266, Hes.Op.725, τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον Eu.Matt.15.20
•fig. ἀνίπτοις ποσί con los pies sin lavar e.e. no preparado Luc.Pseudol.4, Rh.Pr.14.
2 que no puede ser lavado αἷμα A.A.1460.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of νίπτω; without ablution: unwashen.
English (Thayer)
ὄν (νίπτω to wash), unwashed: R L marginal reading in 5. (Homer, Iliad 6,266, etc.)
Greek Monolingual
και άνιφτος, -η, -ο (ΜΑ ἄνιπτος, -ον)
άπλυτος
αρχ.
ανεξίτηλος.
Greek Monotonic
ἄνιπτος: -ον (νίζω),
1. άπλυτος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνιπτος:
1) не(у)мытый (χεῖρες Hom., Hes.; πόδες Luc.);
2) несмываемый (αἷμα Aesch.).
Middle Liddell
νίζω
1. unwashen, Il.
2. not to be washed out, Aesch.
Chinese
原文音譯:¥niptoj 阿-你普拖士詞類次數:形容詞(3)
原文字根:不-洗的
字義溯源:未洗淨的,不洗,沒有洗的,不潔淨的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,未)與(νίπτω)*=洗淨)組成
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編:
1) 用不潔淨的(1) 可7:5;
2) 沒有洗的手(1) 可7:2;
3) 不洗(1) 太15:20