εὐπερίσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
(1ab) |
(c1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-περίσπαστος, ον [[περισπάω]]<br />[[easy]] to [[pull]] [[away]], Xen. | |mdlsjtxt=εὐ-περίσπαστος, ον [[περισπάω]]<br />[[easy]] to [[pull]] [[away]], Xen. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':好-周圍-站的<p>'''字義溯源''':容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[περί]] / [[περαιτέρω]])=周圍)及([[ἵστημι]])*=站)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=善),而 ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<p/>'''出現次數''':總共(1);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 容易纏累的(1) 來12:1 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A easy to pull away, X.Cyn.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.
Greek Monolingual
εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].
Greek Monotonic
εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-περίσπαστος, ον περισπάω
easy to pull away, Xen.
Chinese
原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 容易纏累的(1) 來12:1