μυλικός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(c2)
(cc2)
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':mulikÒj 祕利可士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':磨(著)<p>'''字義溯源''':磨坊的,磨;源自([[μύλινος]] / [[μύλος]])*=磨石)。參讀 ([[μύλινος]] / [[μύλος]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 磨(1) 路17:2
|sngr='''原文音譯''':mulikÒj 祕利可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':磨(著)<br />'''字義溯源''':磨坊的,磨;源自([[μύλινος]] / [[μύλος]])*=磨石)。參讀 ([[μύλινος]] / [[μύλος]])同源字<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 磨(1) 路17:2
}}
}}

Revision as of 14:05, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλικός Medium diacritics: μυλικός Low diacritics: μυλικός Capitals: ΜΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: mylikós Transliteration B: mylikos Transliteration C: mylikos Beta Code: muliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A μύλη 1) for a mill, λίθος Ev.Luc.17.2.    II (μύλη V) of or for the grinders, ἡ μ. (sc. ἔμπλαστρος) remedy for toothache, Gal.12.869, 877.

German (Pape)

[Seite 217] zur Mühle gehörig, λίθος, Mühlstein, N. T. – Für die Backenzähne dienlich, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλικός: -ή, -όν, (μύλη) ὁ εἰς μύλον ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, λίθος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 42: κάνθων μ., ἐργαστήριον μυλ. Ἐκκλ. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς γομφίους ὀδόντας, ἡ μ., φάρμακον πρὸς ὀδονταλγίαν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 214.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de meule, de moulin;
2 qui concerne les molaires.
Étymologie: μύλη.

English (Strong)

from μύλος; belonging to a mill: mill(-stone).

English (Thayer)

(μύλινος) μυλινη, μύλινον;
1. made of mill-stones: Boeckh, Inscriptions 2, p. 784, no. 3371,4.
2. equivalent to μυλικός (see the preceding word): L WH.

Greek Monolingual

μυλικός, -ή, -όν (ΑΜ) μύλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς λίθος»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυλική
(ενν. ἔμπλαστρος) φάρμακο για τον πονόδοντο.

Greek Monotonic

μῠλικός: -ή, -όν (μύλη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μύλο, λίθος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μῠλικός: мельничный (λίθος NT).

Middle Liddell

μῠλικός, ή, όν μύλη
of or for a mill, λίθος NTest.

Chinese

原文音譯:mulikÒj 祕利可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:磨(著)
字義溯源:磨坊的,磨;源自(μύλινος / μύλος)*=磨石)。參讀 (μύλινος / μύλος)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 磨(1) 路17:2