подъем: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀνοίδησις]], [[ἐπαναγωγή]], [[ἀναφορά]], [[προσανάβασις]], [[προσάμβασις]], [[ἀνάβασις]], [[ἄμβασις]], [[συναιώρησις]], [[διανάστασις]], [[ἄνοδος]], [[ἀνάκλισις]], [[ἀναβολή]], [[ἀμβολή]], [[ἀμβολά]], [[δίαρσις]], [[ἄρσις]], [[ἐπάνοδος]], [[ἀνάστασις]], [[ὄρθιον]], [[σιμόν]], [[δίαρμα]], [[ἐπιπολασμός]], [[πρόσαντες]], [[ἐπίβασις]] | |rueltext=[[ἀνάβασις]], [[ἀνοίδησις]], [[ἐπαναγωγή]], [[ἀναφορά]], [[προσανάβασις]], [[προσάμβασις]], [[ἀνάβασις]], [[ἄμβασις]], [[συναιώρησις]], [[διανάστασις]], [[ἄνοδος]], [[ἀνάκλισις]], [[ἀναβολή]], [[ἀμβολή]], [[ἀμβολά]], [[δίαρσις]], [[ἄρσις]], [[ἐπάνοδος]], [[ἀνάστασις]], [[ὄρθιον]], [[σιμόν]], [[δίαρμα]], [[ἐπιπολασμός]], [[πρόσαντες]], [[ἐπίβασις]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀνάβασις, ἀνοίδησις, ἐπαναγωγή, ἀναφορά, προσανάβασις, προσάμβασις, ἀνάβασις, ἄμβασις, συναιώρησις, διανάστασις, ἄνοδος, ἀνάκλισις, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, δίαρσις, ἄρσις, ἐπάνοδος, ἀνάστασις, ὄρθιον, σιμόν, δίαρμα, ἐπιπολασμός, πρόσαντες, ἐπίβασις