заботиться: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὄθομαι]], [[προοράω]], [[ἐπιλέγω]], [[μεριμνάω]], [[ἀλέγω]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[ἐπιμελέομαι]], [[ἐπιμέλομαι]], [[κομίζω]], [[ἀλεγίζω]], [[μέδομαι]], [[μέδω]], [[ἐπιθεραπεύω]], [[μελετάω]], [[κηδεύω]], [[τημελέω]], [[κομέω]], [[προκήδομαι]], [[περιστέλλω]], [[διαφροντίζω]], [[σκοπέω]], [[ἀμφιπολέω]], [[εὐλαβέομαι]], [[προνοέω]], [[μήδομαι]], [[σπουδάζω]], [[προστατεύω]], [[ἀλεγύνω]] | |rueltext=[[κήδω]], [[προσκέπτομαι]], [[ὄθομαι]], [[προοράω]], [[ἐπιλέγω]], [[μεριμνάω]], [[ἀλέγω]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[ἐπιμελέομαι]], [[ἐπιμέλομαι]], [[κομίζω]], [[ἀλεγίζω]], [[μέδομαι]], [[μέδω]], [[ἐπιθεραπεύω]], [[μελετάω]], [[κηδεύω]], [[τημελέω]], [[κομέω]], [[προκήδομαι]], [[περιστέλλω]], [[διαφροντίζω]], [[σκοπέω]], [[ἀμφιπολέω]], [[εὐλαβέομαι]], [[προνοέω]], [[μήδομαι]], [[σπουδάζω]], [[προστατεύω]], [[ἀλεγύνω]], [[ζητέω]], [[πορσύνω]], [[πρεσβεύω]], [[φροντίζω]], [[ἐπιστρέφω]], [[μέλω]], [[μιμνῄσκω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 15 October 2019
Russian > Greek
κήδω, προσκέπτομαι, ὄθομαι, προοράω, ἐπιλέγω, μεριμνάω, ἀλέγω, πραγματεύομαι, πρηγματεύομαι, ἐπιμελέομαι, ἐπιμέλομαι, κομίζω, ἀλεγίζω, μέδομαι, μέδω, ἐπιθεραπεύω, μελετάω, κηδεύω, τημελέω, κομέω, προκήδομαι, περιστέλλω, διαφροντίζω, σκοπέω, ἀμφιπολέω, εὐλαβέομαι, προνοέω, μήδομαι, σπουδάζω, προστατεύω, ἀλεγύνω, ζητέω, πορσύνω, πρεσβεύω, φροντίζω, ἐπιστρέφω, μέλω, μιμνῄσκω