отнимать: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[χηρεύω]], [[ἀπολέγω]], [[ἐξαιρέω]], [[ἐξαίνυμαι]], [[συλάω]], [[κενόω]], [[κεινόω]], [[ἀποστερέω]], [[ἐξαφαιρέομαι]], [[ἀμέρδω]], [[ἀφαιρέω]], [[ἀποαιρέω]], [[ἀπαιρέω]], [[παραιρέω]], [[ἀποσυλάω]], [[ἀπαίνυμαι]], [[ἀποσκυλεύω]], [[ἀλλοτριόω]], [[ἀπαλλοτριόω]], [[ἐξαρπάζω]], [[σκυλεύω]], [[συλεύω]], [[κατερημόω]], [[ἀπαρύτω]], [[ἀπονοσφίζω]], [[ἀπαυράω]] | |rueltext=[[περιτέμνω]], [[περικόπτω]], [[λαμβάνω]], [[χηρεύω]], [[ἀπολέγω]], [[ἐξαιρέω]], [[ἐξαίνυμαι]], [[συλάω]], [[κενόω]], [[κεινόω]], [[ἀποστερέω]], [[ἐξαφαιρέομαι]], [[ἀμέρδω]], [[ἀφαιρέω]], [[ἀποαιρέω]], [[ἀπαιρέω]], [[παραιρέω]], [[ἀποσυλάω]], [[ἀπαίνυμαι]], [[ἀποσκυλεύω]], [[ἀλλοτριόω]], [[ἀπαλλοτριόω]], [[ἐξαρπάζω]], [[σκυλεύω]], [[συλεύω]], [[κατερημόω]], [[ἀπαρύτω]], [[ἀπονοσφίζω]], [[ἀπαυράω]], [[περιαιρέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
περιτέμνω, περικόπτω, λαμβάνω, χηρεύω, ἀπολέγω, ἐξαιρέω, ἐξαίνυμαι, συλάω, κενόω, κεινόω, ἀποστερέω, ἐξαφαιρέομαι, ἀμέρδω, ἀφαιρέω, ἀποαιρέω, ἀπαιρέω, παραιρέω, ἀποσυλάω, ἀπαίνυμαι, ἀποσκυλεύω, ἀλλοτριόω, ἀπαλλοτριόω, ἐξαρπάζω, σκυλεύω, συλεύω, κατερημόω, ἀπαρύτω, ἀπονοσφίζω, ἀπαυράω, περιαιρέω