συλεύω
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
Ep. form of συλάω, only pres. and impf.,
A despoil of arms, τὸν μὲν ἄρ'.. ἐσύλευον Il.5.48: also, despoil secretly, trick, cheat, 24.436.
2 steal away, σ. βλεφάρων φάος AP5.230 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 974] = Vorigem, τινά, Einen der Waffenrüstung berauben, Il. 5, 48; auch heimlich berauben, bestehlen, 24, 436.
French (Bailly abrégé)
1 dépouiller de ses armes, acc.;
2 voler, piller.
Étymologie: σῦλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλεύω, ep. [~ συλάω] van zijn wapenrusting beroven. Il. 5.48. overdr. bedriegen. Il. 24.436.
Russian (Dvoretsky)
σῡλεύω:
1 снимать оружие или доспехи (τινά Hom.);
2 обкрадывать, обманывать (τινά Hom.);
3 лишать, отнимать (βλεφάρων φάος ὄμμασιν σ. Anth.).
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.)
1. αφαιρώ τα όπλα κάποιου
2. εξαπατώ και, κυρίως, λαφυραγωγώ κάποιον με τεχνάσματα
3. (γενικά) αποστερώ («συλεύεις βλεφάρων φάος ὄμμασιν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί του συλῶ, άω, σχηματισμένος κατά τα ρ. σε -εύω για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
σῡλεύω: Επικ. αντί του προηγ., χρήση σε ενεστ. και παρατ., αφαιρώ τα όπλα κάποιου, ξεγυμνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λαφυραγωγώ κρυφά, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, εξαπατώ, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σῡλεύω: Ἐπικ. τύπος τοῦ προηγουμ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τὸν μὲν ἄρ’... ἐσύλευον Ἰλ. Ε. 48· ὡσαύτως, κρυφίως λαφυραγωγῶ, ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, Ω. 436. 2) ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, σ. βλεφάρων φάος Ἀνθ. Π. 5. 231. Πρβλ. σκυλεύω.
Middle Liddell
[epic for συλάω, used in pres. and imperf.]
to despoil of arms, Il.: also, to despoil secretly, to trick, cheat, Il.